- πρόσλημμα
- πρόσλημμαupper garmentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσλημμα — ήμματος, τὸ, Α [προσλαμβάνω] 1. επιπρόσθετη απόκτηση, πρόσκτηση 2. το εξωτερικό ένδυμα 3. εκκλ. η επί πλέον απόκτηση τής θείας και τής ανθρώπινης φύσης μέσω τής σαρκώσεως από τον Υιό τού Θεού … Dictionary of Greek
προσλήμματι — πρόσλημμα upper garment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσλήμματος — πρόσλημμα upper garment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)